- πιάνομαι
- πιάνομαι, πιάστηκα, πιασμένος βλ. πίν. 39
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… … Dictionary of Greek
αγγελοπιάνομαι — συλλαμβάνομαι, πιάνομαι από τον άγγελο τού θανάτου, αρχίζω να ψυχορραγώ, πνέω τα λοίσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + πιάνομαι] … Dictionary of Greek
ακροπιάνομαι — 1. πιάνομαι, κρατιέμαι από την άκρη 2. μόλις κρατιέμαι, κινδυνεύω άμεσα, «λίγο θέλω να...». [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + πιάνομαι] … Dictionary of Greek
αλίσκομαι — ἁλίσκομαι (Α) ελλειπτικό παθητικό ρήμα που έχει ως ενεργητικό το αἱρῶ* (το ἁλίσκω μόνο στην παροιμία «ἐλέφας μῦν οὐχ ἁλίσκει») 1. (για πρόσωπα, τόπους, πράγματα) κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, αιχμαλωτίζομαι, πέφτω στα χέρια τού εχθρού 2. (για ζώα)… … Dictionary of Greek
προσαντιλαμβάνομαι — Α πιάνομαι χέρι με χέρι με κάποιον («καὶ γυναῑκες ἀναμὶξ ἀνδράσιν προσαντιλαμβανόμεναι τῶν χειρῶν», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀντιλαμβάνομαι «κρατιέμαι, πιάνομαι από κάτι»] … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… … Dictionary of Greek
αγαντάρω — 1. πιάνομαι γερά από κάτι 2. συλλαμβάνω 3. βοηθώ, ενισχύω κάτι 4. υπομένω, αντέχω 5. (προστ.) αγάντα α) πιάσε, κράτησε, στήριξε β) άντεχε, υπόμενε, βάστα γ) επίρρ. εμπρός με όλη τη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. agguantare (= συλλαμβάνω). ΠΑΡ. το… … Dictionary of Greek
αγγριφίζω — [αγγρίφι] 1. πιάνω κάτι με αγγρίφι, με άγκιστρο 2. πιάνομαι, στερεώνομαι καλά από κάπου … Dictionary of Greek
αγκριώνω — αγκιστρώνομαι από κάτι, μπλέκομαι, «πιάνομαι» σε αγκαθωτά κυρίως φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας] … Dictionary of Greek